- κακοθήλυκο
- το1. διεστραμμένη γυναίκα2. διεφθαρμένη γυναίκα, βρομοθήλυκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + θηλυκό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοθήλυκο — το κακό θηλυκό, βρομοθήλυκο: Μην κάνεις παρέα μ αυτό το κακοθήλυκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)